13 Απριλίου 2013

Κατάθλιψη και καταθλιπτικότητα στην εφηβεία...

 Τα συναισθήματα θλίψης, θυμού και απογοήτευσης συναντώνται πολύ συχνά στους εφήβους. Καθημερινά βλέπουμε εφήβους που περνούν ατελείωτες ώρες απομονωμένοι, ξαπλωμένοι, αισθανόμενοι ένα κενό, μια «βαρεμάρα», όπως τη χαρακτηρίζουν. Άλλες φορές πάλι επαναστατούν ενάντια στη κοινωνία, αμφισβητούν τις αξίες με τις οποίες έχουν μεγαλώσει, προκαλούν τον περίγυρό τους να τους δώσει απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα της ζωής: Γιατί υπάρχω; Έχει νόημα η ζωή; Τι είναι αγάπη;  Συχνά ανακαλύπτουμε πως οι σκέψεις αυτές υποκρύπτουν συναισθήματα απαξίωσης του εαυτού, ενοχής, ματαιότητας, συναισθήματα που υπάρχουν και στην κατάθλιψη.
Τι ωθεί όμως έναν έφηβο να αισθάνεται έτσι; Οι εκδηλώσεις αυτές είναι συχνά αναπόσπαστο κομμάτι της ωρίμανσης προς την ενήλικη ζωή. Διότι η εφηβεία αποτελεί ακριβώς αυτό: Ένα πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Και αυτό το πέρασμα, όπως κάθε μεταβατική περίοδος – και ίσως η εφηβεία να είναι η σημαντικότερη- δεν είναι ποτέ εύκολο. Εφηβεία χωρίς αλλαγή δε νοείται. Ο έφηβος πρέπει να πάρει τη θέση των γονιών κάτι που θεωρείται από τη φύση του «πράξη επιθετική» (D.Winnicott).
Σ΄ αυτή τη φάση λοιπόν οι ισορροπίες της παιδικής ηλικίας διαταράσσονται πλήρως και ο έφηβος καλείται να ιδιοποιηθεί αυτές τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα του και που έχουν πολλαπλές επιπτώσεις στις σχέσεις του με το περιβάλλον το οικογενειακό, το σχολικό, το φιλικό. Δεν είναι πια παιδί αλλά ούτε ενήλικoς με αποτέλεσμα να λειτουργεί σαν παιδί και να προσπαθεί συγχρόνως να φερθεί ως ενήλικος. Διχάζεται, δυσκολεύεται και παλεύει με αντιφατικές επιθυμίες, από τη μια να μη χάσει την παντοδυναμία και την ανεμελιά της παιδικότητας και από την άλλη να μεγαλώσει, να είναι ανεξάρτητος και να αυτενεργεί. Πολλές φορές λοιπόν παρομοιάζουμε αυτή τη διεργασία της εφηβείας με το πένθος διότι ο έφηβος είναι αντιμέτωπος με πολλαπλές απώλειες, απώλειες που δημιουργούν αισθήματα θλίψης, μιας φυσιολογικής θα λέγαμε «καταθλιπτικότητας»,  που συνυπάρχει όμως, με μια υπόγεια κινητικότητα: νέες σχέσεις, αύξηση των γνώσεων, ανάπτυξη της αφαιρετικής και κριτικής σκέψης κ.λ.π. Το συναίσθημα όμως, διατηρεί τη πρωτοκαθεδρία στη ζωή του εφήβου. Ο ψυχικός πόνος, η θλίψη, ο θυμός, η απελπισία και από την άλλη, η υπέρμετρη χαρά, ο ενθουσιασμός, η εξιδανίκευση καταστάσεων και σχέσεων, εναλλάσσονται συχνά και πολλές φορές με αντιφατικό τρόπο.

Απώλεια της παιδικότητας..
 
Σταματά να παίζει. Ξαφνικά τα παιχνίδια του δεν του προκαλούν το ενδιαφέρον. Τα αγγίζει και δεν αισθάνεται πλέον την ανάγκη να ασχοληθεί με αυτά. Δεν επιθυμεί να του φέρονται σαν παιδί, θέλει να δρα μόνος του αλλά δυσκολεύεται να αναλάβει ευθύνες. Συγχρόνως όμως αναπολεί αυτή την ανέμελη ηλικία όπου όλα ήταν πιο απλά και γνώριμα. Δυσκολεύεται να διαφοροποιηθεί από τους συνομηλίκους του διότι αισθάνεται ότι και ο ίδιος δε γνωρίζει που βρίσκεται, ποια είναι η εικόνα του, αν θα τον απορρίψουν.
 
Απώλεια του παιδικού σώματος και ανάδυση σεξουαλικότητας..

Όπως αναφέραμε και πριν, ο έφηβος αντιμετωπίζει απότομες αλλαγές στο σώμα του, τόσο εσωτερικά, όσο και στην εξωτερική του εμφάνιση. Πολλές φορές νιώθει πόνο ή ενοχλήσεις που του είναι δυσάρεστες και απέναντι στις οποίες νιώθει ανήμπορος. Δε ξέρει πως να ντυθεί. Άλλες φορές φορά φαρδιά ρούχα έτσι ώστε να κρύβονται αυτές οι αλλαγές, άλλες φορές τις τονίζει υπερβολικά προκειμένου να ‘’φωνάξει’’ στο περιβάλλον να τον προσέξει, να δείξει ότι δεν είναι ίδιος, ότι έχει την πρωτοβουλία να κάνει με τον εαυτό του ότι θέλει. Άλλες φορές πάλι φορά μαύρα προκειμένου να δείξει συμβολικά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Το σώμα σεξουαλικοποιείται, ξεκινούν οι σχέσεις με το άλλο φύλο, ο έφηβος έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα των σχέσεων, με απρόσμενα συναισθήματα και αισθήσεις που πολλές φορές δυσκολεύεται να διαχειριστεί.
 
Απομυθοποίηση των κοινωνικών αξιών..

Μέσα απ’ όλες αυτές τις αλλαγές σε ατομικό επίπεδο ο έφηβος ανακαλύπτει, αμφισβητεί και κρίνει την κοινωνία στην οποία καλείται να ζήσει ως ενήλικος, μια κοινωνία που δημιουργήθηκε από την προηγούμενη γενιά συμπεριλαμβανομένων και των γονιών του.
Συχνά αισθάνεται αυτή τη πραγματικότητα ως εχθρική, απόμακρή, σκληρή και άδική. Άλλες φορές νιώθει απογοητευμένος, απομονώνεται και αρνείται να εμπλακεί σ’ αυτή τη σύμβαση, άλλες πάλι επιθυμεί κάτι ν’ αλλάξει, να επαναστατήσει.Οι γονείς και το περιβάλλον πάλι δυσκολεύονται –και είναι εύλογο- να αντιδράσουν σ’ αυτές τις προκλήσεις και τις απότομες αλλαγές συμπεριφοράς.
Κρίνεται αναγκαία η θέσπιση σταθερών ευδιάκριτων ορίων και αξιών. Συχνά οι αντιδράσεις των γονέων έχουν υπερβολική ελαστικότητα ή αυστηρή λογική. Μπορεί να απαγορευθεί κάτι πολύ απλό και μπορεί να επιτραπεί κάτι πολύ ακραίο. Έτσι αντικατοπτρίζεται η αμηχανία που αισθάνονται οι γονείς απέναντι στον έφηβο. Οι γονείς καλούνται να «περιέξουν» αυτές τις αλλαγές, τις συγκρούσεις, τις προκλήσεις. Πρέπει να μπορέσουν να συνοδεύσουν τον έφηβο σ’ αυτή την περιπέτεια της ζωής του ( να του προσφέρουν μια μεγάλη αγκαλιά). Πρέπει επίσης να αποδεχθούν τη διαδικασία αποχωρισμού που τους επιβάλλεται. Να δεχτούν πρώτα οι ίδιοι ότι το παιδί τους καλείται να αποχωρήσει από το σπίτι, απ’ αυτή τη στενή σχέση που είχε εδώ και τόσα χρόνια με τους ίδιους ενώ συγχρόνως  βρίσκονται και οι ίδιοι αντιμέτωποι με μεγάλες αλλαγές.
Σε αυτά τα στοιχεία λοιπόν συνίσταται η περιγραφή της διεργασίας της εφηβείας ως παρόμοιας με τη διεργασία πένθους και κατά συνέπεια με την καταθλιπτικότητα. Όμως θα πρέπει να διαχωρίσουμε αυτό το καταθλιπτικό συναίσθημα από την κατάθλιψη. Για να την περιγράψουμε πιο απλά, η κατάθλιψη συνίσταται στην επίμονη και παρατεταμένη θλίψη που αισθάνεται κάποιος διότι νιώθει ότι αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις και τις απαιτήσεις της ζωής του. Οι αιτίες μπορεί να είναι πολλές.  Η κατάθλιψη στους εφήβους πιο συγκεκριμένα δανείζεται στοιχεία και από την παιδική κατάθλιψη, πλησιάζει όμως περισσότερο τα χαρακτηριστικά της κατάθλιψης των ενηλίκων.  Είμαστε όμως ιδιαίτερα επιφυλακτικοί, λόγω της δυναμικής αυτής της περιόδου να χρησιμοποιούμε διαγνωστικά κριτήρια που αφορούν κυρίως τους ενήλικες. Ο έφηβος δυσκολεύεται να εκφράσει το καταθλιπτικό συναίσθημα. Σπάνια ζητά ο ίδιος βοήθεια για το πρόβλημά του. Οι γονείς επίσης, συχνά δεν αντιλαμβάνονται την κατάθλιψη του εφήβου, ενώ δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στις διαταραχές συμπεριφοράς ή στις σχολικές επιδόσεις. Η θλίψη αυτή  μπορεί να ερμηνευτεί, αδίκως, ως δείγμα ωριμότητας από την πλευρά του εφήβου.
Θα λέγαμε λοιπόν συνοπτικά ότι η σοβαρότητα ενός καταθλιπτικού συνδρόμου κρίνεται σύμφωνα με την ποιότητα, την ένταση και τη διάρκεια των συμπτωμάτων. Χαρακτηριστικά συμπτώματα που παρουσιάζονται είναι τα ακόλουθα: Καταθλιπτική διάθεση σχεδόν όλη τη μέρα, αϋπνία ή υπερυπνία, ελαττωμένη ενεργητικότητα ή κόπωση, διαταραχές στη διατροφή, μειωμένη δυνατότητα συγκέντρωσης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αναποφασιστικότητα. Πιο ανησυχητικά είναι η σημαντική και απότομη απώλεια ή αύξηση βάρους και φυσικά οι σκέψεις θανάτου ή η  απόπειρα αυτοκτονίας.
Θα πρέπει εδώ ν’ αναφερθούμε επίσης σε μία έννοια που χαρακτηρίζει την εφηβική κατάθλιψη και πιο συγκεκριμένα τις ιδιαιτερότητές της. "Συγκαλυμένη κατάθλιψη"  θεωρείται η κατάθλιψη που εκδηλώνεται πρώτα σε σωματικό επίπεδο ή στο επίπεδο των πράξεων δηλαδή πριν αναγνωριστεί η συναισθηματική συνιστώσα της κατάθλιψης. Παρουσιάζεται με σωματικές εκδηλώσεις όπως πονοκέφαλοι, σωματικοί πόνοι, κούραση, ταχυκαρδία, νευρογενής ανορεξία ή ακόμα και με άρνηση φροντίδας της σωματικής υγιεινής, επίσης με πράξεις όπως διαταραχές συμπεριφοράς, παραβάσεις, χρήση αλκοόλ ή ουσιών, υπερκινητικότητα ή ακόμα με σχολική φοβία ή σχολική αποτυχία.

Σημασία έχει να υπάρχει ένα περιβάλλον όπου ο έφηβος να νιώθει πως μπορεί να εμπιστευθεί τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του, να είναι κάποιος εκεί να τον ακούσει και όχι να τον κρίνει. Σήμερα οι έφηβοι πιέζονται ιδιαίτερα ως προς τις αποδόσεις τους στο σχολείο ή σε άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Οι απαιτήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούν είναι ιδιαίτερα πιεστικές και πολλές φορές κλονίζονται ψυχοσυναισθηματικά. Ρόλος της οικογένειας και του σχολείου είναι να σταθούν δίπλα τους, να ‘’απορροφήσουν τους κραδασμούς’’, να τους παρέχουν υποστήριξη και συμπαράσταση στο δρόμο τους.


Πηγή: Ελεάνα Παπαγεωργίου, Κλινική Ψυχολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου